Ήλιε μην δύσεις, ανοίγω καμέρα

Αποκριάτικο απόγευμα και μια ομάδα παιδιών στήνει ένα μικρό πάρτι με αυτοσχέδιες μάσκες στην αίθουσα του θεατρικού παιχνιδιού. Την ίδια στιγμή, στην διπλανή αίθουσα, οι γονείς τους έχουν μόλις τελειώσει μια ομαδική συνάντηση με την ψυχολόγο και δείχνουν συναισθηματικά φορτισμένοι. Οι εμψυχωτές αποφάσισαν να δώσουν διαφορετικό τέλος στο μάθημα εκείνης της ημέρας και κάλεσαν τους γονείς στην αίθουσα των παιδιών. Εκείνοι, κρατώντας από ένα χαρτάκι στο χέρι τους, πλησίασαν διστακτικά.

«Ελάτε, χορέψτε με τα παιδιά σας», είπε ο εμψυχωτής όλο χαρά. Όλα καλά μέχρι εδώ; Κι εγώ έτσι νόμιζα. Αμηχανία. Παγωμένα χαμόγελα και αμηχανία, αυτό μόνο. «Πιάστε τα παιδιά σας από το χέρι! Χορέψτε μαζί τους!», και τα χέρια απλώθηκαν. Όχι όμως για να πιάσουν τα παιδιά, αλλά για να έχουν καλύτερο πλάνο. Με λύπη μου παρατήρησα το παρακάτω σκηνικό:

Οκτώ στους δέκα γονείς είχαν βγάλει τα κινητά τους τηλέφωνα από τις τσέπες και βιντεοσκοπούσαν τα παιδάκια που, σαν μικρές αρκούδες που ικανοποιούν τον αρκουδιάρη τους, στροβιλίζονταν και πόζαραν με νάζι. Μια μικρή αρένα σχηματίστηκε στα μάτια μου και τα υπέρ-εξελιγμένα τεχνολογικά λιοντάρια βρίσκονταν στα χέρια των ενηλίκων και κατασπάρασσαν λίγο λίγο τη σχέση γονιού-παιδιού. Είναι κι αυτή η διαίσθηση που μου λέει ότι οι επτά από τους οκτώ δεν πρόκειται να ξαναδούν το βίντεο.

Δε διαφωνώ στο να συλλέγουμε υλικό ώστε να κρατάμε τις αναμνήσεις ζωντανές. Δε διαφωνώ στο ότι είναι πολύτιμο να θυμόμαστε τις στιγμές. Υπερασπίζομαι όμως με πάθος πως για να θυμόμαστε μια στιγμή πρέπει πρώτα να της επιτρέψουμε να γεννηθεί. Το «Θυμάσαι-αγάπη-μου-τότε-που-χόρευες-μόνο-σου-κι-η-μανούλα-τραβούσε-βίντεο-τι-ωραία-που-περάσαμε» δεν είναι ανάμνηση. Όπως και το «Καλά-περνάνε-τα-παιδιά-αλλά-δεν-έχω-καλά-πλάνα». Μη φοβάστε, θα τα καταφέρουν και χωρίς εμάς εκεί στο Nat Geo Wild.

Χόρεψε μαζί μου θα πει πιάσε με από τα χεριά και κοίτα με στα μάτια. Θα πει κούνα το κορμί σου στον ίδιο ρυθμό με εμένα. Χόρεψε μαζί μου θα πει έλα να στριφογυρίσουμε ώσπου να ζαλιστούμε, να πέσουμε κάτω και να γελάσουμε δυνατά. Θα πει σήκωσε με ψηλά για να πιστέψω πως θα φτάσω το ταβάνι. Να μη φοβάμαι τίποτα, να έχω εσένα.

ΥΓ. Δεν έχω καμία φωτογραφία από τότε που παίζαμε «Ωραία κοιμωμένη» με τη μαμά μου. Τότε που εγώ λιποθυμούσα και κοιμόμουν για εκατό ολόκληρα χρόνια(!) ώσπου η μαμά-πρίγκιπας με φιλούσε και ξυπνούσα. Δεν έχω καμία φωτογραφία αλλά δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου!

Γονείς που ακούν με την καρδιά

Ζούμε στην εποχή της γρήγορης πληροφορίας, του ταχύτατου ρυθμού ζωής και του αυξανόμενου άγχους. Τι συμβαίνει, όμως, με την επικοινωνία; Και κατά συνέπεια, τι συμβαίνει με την ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά μας;

Παιδιά που έχουν εκρήξεις θυμού, νήπια που δεν δέχονται να φορέσουν (και μετά να βγάλουν!) τα παπούτσια τους, γονείς που «έχουν δοκιμάσει τα πάντα» και στέκουν ανήμποροι μπροστά στο θέαμα ή που χάνουν τον έλεγχο και βάζουν τις φωνές.

Οι συζητήσεις στις παρέες γονέων είναι λίγο πολύ γνωστές.

Γονείς στα πρόθυμα της εξάντλησης, κάποιες φορές και σωματικής εκτός από ψυχολογικής, να συζητούν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν: δε μας ακούει, μιλάει άσχημα, κλαίει με το παραμικρό, δεν πηγαίνει για ύπνο στην ώρα του, δεν δέχεται να της κουμπώσουμε τη ζώνη στο αυτοκίνητο, δε φοράει μπουφάν, μπορεί να κλαίει για ώρες αν το τοστ δεν έχει  «γεύση τετράγωνο», μας χτυπάει, δε διαβάζει τα μαθήματά του, δεν, δεν, δεν…

Αν με έναν μαγικό, ή όχι και τόσο μαγικό, τρόπο μπορούσαμε να λύσουμε τον γρίφο της εκάστοτε συμπεριφοράς, να την αντιμετωπίσουμε ως «σύμπτωμα» και να οδηγηθούμε στη ρίζα του εμποδίου στην επικοινωνία, τότε θα ήμασταν σε θέση να παραδεχτούμε πως ποτέ δεν «έχουμε δοκιμάσει τα πάντα». Υπάρχει κι άλλος τρόπος. Δεν είναι πάντα ο εύκολος, είναι όμως ο ουσιαστικός.

Ο Συναισθηματικός Αλφαβητισμός είναι απαραίτητη δεξιότητα για κάθε γονέα. Κάθε συναισθηματικά εγγράμματος άνθρωπος, ή με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη όπως έχει επικρατήσει, είναι σε θέση να αναγνωρίσει, να κατανοήσει και να διαχειριστεί τα συναισθήματά του. Κατ’ επέκταση, είναι σε θέση να αναγνωρίσει, να κατανοήσει και να βοηθήσει στη λεκτικοποίηση και τη διαχείριση των συναισθημάτων των γύρω του.

Ένα παιδί που ήδη δυσκολεύεται να διαχειριστεί το συναίσθημά του, χρειάζεται κατανόηση και βοήθεια. Χρειάζεται το “μαζί” και όχι το “απέναντι”.

Η επόμενη διαθέσιμη ομάδα Γονικού Συναισθηματικού Αλφαβητισμού ξεκινάει τον Ιανουάριο του 2026.

* Το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Γονικού Συναισθηματικού Αλφαβητισμού (Educational Programme of Parental Emotional Literacy- EPPEL) έχει αναπτύξει η Βασιλική Παππά, MSc, PhD, Συμβουλευτική ψυχολόγος, Πρόεδρος και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων

Η μεγαλόφωνη ανάγνωση σε μεγαλύτερα παιδιά και έφηβους

Oι περισσότερες επιστημονικές έρευνες και η πλειοψηφία των άρθρων που
δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο ασχολούνται κατά κύριο
λόγο με τη μεγαλόφωνη ανάγνωση και τα αποτελέσματα που έχει σε παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας.
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν έρευνες που να αποδεικνύουν τα πολλά οφέλη της
πρακτικής σε παιδιά μεγαλύτερων ηλικιών, παρά μόνο λίγα κείμενα αριστερά
και δεξιά, γραμμένα από ανθρώπους που εφαρμόζουν την πρακτική της
μεγαλόφωνης ανάγνωσης στα παιδιά του περιβάλλοντός τους και έχουν
δημιουργήσει ένα είδους οικογενειακού ή σχολικού τελετουργικού, και στα
οποία καταθέτουν τις απόψεις τους για το πώς έχουν καταφέρει να
ενσωματώσουν τη μεγαλώφωνη ανάγνωση στο καθημερινό τους πρόγραμμα και τι
αναπληροφόρηση λαμβάνουν – μέσα από συζητήσεις – από τους εφήβους τους.
Κι αυτό πιθανώς να συμβαίνει γιατί ένα τεράστιο ποσοστό γονιών
σταματάει να διαβάζει στα παιδιά τους επειδή θεωρούν ότι από τη στιγμή
που το παιδί διαβάζει πλέον μόνο του, η δουλειά του έχει τελειώσει.

Ο Jim Trelease, Αμερικάνος παιδαγωγός και συγγραφέας του The Read-Aloud Handbook – του βιβλίου – Βίβλου της
μεγαλόφωνης ανάγνωσης, σύμφωνα με όσους ασχολούνται με την πρακτική –
αναφέρει πως το να διαβάζεις ένα βιβλίο δυνατά δεν οφελεί μόνο τα βρέφη ή
τα μικρά σε ηλικία παιδιά, αλλά και τους έφηβους και τους νέους. Και
αυτό γιατί το επίπεδο αναγνωστικής ικανότητας ενός παιδιού δεν φτάνει το επίπεδο της ικανότητας της ακρόασης μέχρι τα 13 -14 του χρόνια. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ένα παιδί, π.χ. πέμπτης Δημοτικού μπορεί να διαβάσει μόνο του κείμενα που απευθύνονται στην ηλικία του και την τάξη του, αλλά μπορεί με ευκολία να ακούσει να του διαβάζουν κείμενα που απευθύνονται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Αυτό που τονίζει ο Trelease είναι πως ακόμα και αν έχει κατακτήσει το παιδί την ικανότητα της ανάγνωσης, δεν σταματάμε να του διαβάζουμε, καθώς ακόμα ωφελείται πολλαπλά, συνεχίζει να εμπλουτίζει το λεξιλογιό
του και να έρχεται σε επαφή με κείμενα που δεν απευθύνονται στη δική του
ηλικία (σε επίπεδο δυσκολίας, κατανόησης, διάφορα είδη γραπτού λόγου
κλπ). Ενας ακόμα φανατικός οπαδός των μεγαλόφωνων αναγνώσεων σε έφηβους και
νέους, που χρόνια τώρα γράφει για το θέμα σε μεγάλα βρετανικά Μέσα,
είναι ο Βρετανός ποιητής, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός Micheal Rosen.
Ο Rosen αναφέρει το πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν στον ίδιο οι
μεγαλόφωνες αναγνώσεις που έκανε ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδερφός
του σε εκείνον όταν ήταν στην εφηβεία και το πώς τα βιβλία που διάβαζαν
του άνοιξαν τις πόρτες ενός νέου κόσμου, αυτόν της λογοτεχνίας και του
γραπτού λόγου, της πρόζας. Ο προφορικός λόγος, λέει ο Rosen, είναι
τελείως διαφορετικός από τον γραπτό, είναι ατελής, κομμένος, με λέξεις
που χρησιμοποιούμε κυρίως στη καθομιλουμένη κι όχι όταν γράφουμε. Αν
θέλουμε λοιπόν τα παιδιά να μάθουν να γράφουν σωστά,
συνεχίζει ο Rosen, τότε
θα πρέπει να τους διαβάζουμε δυνατά λογοτεχνικά βιβλία, καθώς αυτά τα
βοηθούν να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο γράφουμε πρόζα
.

H μαγική ώρα της μεγαλόφωνης ανάγνωσης

Πέρα από το γνωστικό και μαθησιακό κομμάτι, που υποστηρίζουν τόσο ο
Trelease όσο και ο Rosen, υπάρχει και το συναισθηματικό κομμάτι, πάνω
στο οποίοι ειδικοί για να μιλήσουν είναι κυρίως οι ψυχολόγοι. Συχνά
γίνεται αναφορά στην ανάγκη των μεγαλύτερων παιδιών να συνδεθούν με τους
γονείς τους. Εδώ μπαίνουν οι ψυχολόγοι και τονίζουν πως
ένας από τους πιο εύκολους, σχετικά ανέξοδους και κυρίως διασκεδαστικούς
τρόπους είναι η μεγαλόφωνη ανάγνωση. Ο χρόνος, δηλαδή, που θα
διαθέσουμε σε ένα μεγαλύτερο παιδί, σε έναν/μία έφηβο για να του/της
διαβάσουμε ένα βιβλίο ή έστω θα ασχοληθούμε να διαβάσουμε μαζί
του ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο που διαβάζουμε εμείς. Mπορεί o χρόνος
αυτός να είναι σχετικά λίγος (ένα δεκάλεπτο, ισως και λιγότερο), είναι
όμως υπερπολύτιμος, καθώς με τον τρόπο αυτό, αφενός κάνουμε μια παύση
από την τρέλα της καθημερινότητας και κάνουμε κάτι διασκεδαστικό και
ξεκούραστο, αφετέρου καλύπτουμε την ανάγκη που ίσως έχει το παιδί να
συνδεθεί με τον γονέα του και να του ανοιχτεί. Πώς; Διαβάζοντας ένα
βιβλίο ή έστω ένα απόσπασμα δυνατά δίνεις τη δυνατότητα σε έναν έφηβο να
συζητήσει με τον πατέρα του ή τη μητέρα του ή κάποιο άλλο κοντινό του
πρόσωπο για δύσκολα θέματα που τον/την απασχολούν και μέσα από την
ιστορία που θα ακούσει να αισθανθεί άνεση και να ξεκινήσει μια συζήτηση
πάνω σε αυτό. Στο κομμάτι, λοιπόν, των εφήβων, δεν δίνεται σημασία μόνο
στο μαθησιακό κομμάτι αλλά – κυρίως – στο συναισθηματικό και στο θέμα
της συμπεριφοράς. Με τη μεγαλόφωνη ανάγνωση σε αυτές τις δύσκολες ηλικίες
των 12 – 13 -15 ετών επικεντρώνεσαι περισσότερο στην έννοια της
απόλαυσης, της διασκέδασης – αφού αυτό ουσιαστικά είναι και η ίδια η
ανάγνωση ακόμα κι όταν γίνεται από μέσα μας, ενώ παράλληλα αποκτάς έναν
επιπλέον σύμμαχο στη μάχη της επανασύνδεσης των σχέσεων παιδιού-γονέα
που μπορεί να έχουν διακοπεί για διάφορους λόγους.

Η δημοσιογράφος και κριτικός παιδικών βιβλίων της Wall Street Journal, Megan Cox Gurdon, στο βιβλίο της The enchanted hour: the miraculous power of reading aloud in the age of distraction (HarperCollins, 2019)
μιλάει για το πώς οι μεγαλόφωνες αναγνώσεις λειτουργούν θετικά στα
μεγαλύτερα παιδιά, ακόμα και σε αυτά που πλέον βρίσκονται στη δύσκολη ηλικία
της εφηβείας. H ίδια ειναι φανατική οπαδός των read-alouds και
συνεχίζει ακόμα και τώρα που τα παιδιά της ειναι 24, 22, 18, 17 και 13
ετών να τους διαβάζει δυνατά. Βασιζόμενη στις πιο πρόσφατες έρευνες της
νευροεπιστήμης και της ανθρώπινης συμπεριφοράς και αντλώντας υλικό και
στοιχεία από τη λογοτεχνία, αλλά και από την προσωπική της εμπειρία ως
μητέρα που διαβάζει μεγαλόφωνα στις κόρες της, η συγγραφέας εξηγεί στις
σελίδες του βιβλίου της τα εκπληκτικά γνωστικά και
κοινωνικό-συναισθηματικά οφέλη που έχουν τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά
όταν κάποιος τους διαβάζει. Η Gurdon υποστηρίζει ότι αυτή η
αρχαία πρακτική είναι ένα σίγουρο αντίδοτο στη διατάραξη προσοχής, στις
κατακερματισμένες οικογένειες και στο ανεκπλήρωτο που δημιουργεί η εποχή
της τεχνολογίας, συμβάλλοντας με τον πιο απλό τρόπο στη δημιουργία
ισχυρών δεσμών ανάμεσα σε αυτόν που διαβάζει και αυτόν/ούς που ακούν.

Καταλήγοντας, και αυτό που λέει και η Gurdon, είναι πως αυτό που
αντιλαμβάνονται όλοι είναι πως ναι, τα χρόνια της εφηβείας είναι δύσκολα
και ταραχώδη, με πολλές καλές και κυρίως κακές ημέρες και δύσκολα ένας
έφηβος θα δεχτεί να περάσει χρόνο με τους γονείς του. Είναι η εποχή των
αλλαγών, η εποχή που θες να ξεκολλήσεις από το σπίτι σου, να γίνεις
διαφορετικός από τους γονείς σου και να μοιάζεις περισσότερο στους
συνομήλικούς σου. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση είναι ένας τρόπος να
ψυχαγωγηθείς, μια διέξοδος. Κανείς – σίγουρα – δεν μπορεί να την
επιβάλλει, όμως – κι εδώ νομίζω δεν μπορεί να διαφωνίσει κανείς,
αποτελεί έναν τρόπο ενήλικες και έφηβοι να επικοινωνούν χωρίς να υπάρχει
στη μέση η γκρίνια και ο αρνητισμός. «Πιθανώς, στη μεγάλη μου κόρη
της αρέσει να της διαβάζω όταν τρώμε πρωινό, γιατί με αυτόν τον τρόπο
δεν χρειάζεται να μιλάμε για άλλα θέματα
», λέει η Gurdon σε μια συνέντευξή της. «Είναι ένας όμορφος τρόπος να είμαστε μαζί χωρίς να χρειάζεται να κάνει πολλές ερωτήσεις η μία στην άλλη».


Το άρθρο υπογράφει η Ζωή Κοσκινίδου και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο online περιοδικό Κόκκινη Αλεπού.